avoir les oreilles bouchées

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

avoir les oreilles bouchées → δείτε τις λέξεις avoir, oreille και bouché

Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]

avoir les oreilles bouchées (fr)

  1. δεν ακούω ή κάνω πως δεν ακούω κάτι, επιμένω να κάνω κάτι, δεν θέλω να καταλάβω
    ne perds pas ton temps à lui expliquer, il a les oreilles bouchées
    μη χάνεις το χρόνο σου για να του εξηγείς, δεν θέλει να καταλάβει