avortement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Από το λατινικό abortus, έκτρωση.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.voʁ.tə.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]avortement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη avorter