avorter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vɔʁ.te/

Ρήμα[επεξεργασία]

avorter (fr)

  1. αποβάλλω ή κάνω έκτρωση, εκουσίως ή ακούσια τερματίζω την εγκυμοσύνη
  2. αποτυγχάνω

Συγγενικά[επεξεργασία]