avorter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
avorter (fr)
- αποβάλλω ή κάνω έκτρωση, εκουσίως ή ακούσια τερματίζω την εγκυμοσύνη
- αποτυγχάνω