bâilleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bâilleur | bâilleurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bâilleur (fr) αρσενικό
- αυτός που χασμουριέται
ενικός | πληθυντικός |
bâilleur | bâilleurs |
bâilleur (fr) αρσενικό