béatifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /be.a.ti.fje/
Ρήμα[επεξεργασία]
béatifier (fr)
- μακαρίζω, ευλογώ
- κάνω κάποιον ευτυχισμένο