Μετάβαση στο περιεχόμενο

bégueule

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bégueule bégueules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bégueule (fr) αρσενικό ή θηλυκό