bałwan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bałwan (pl) αρσενικό

  1. ο χιονάνθρωπος
  2. παγανιστικός μονόλιθος με την κεφαλή θεότητας ή, γενικότερα, άγαλμα παγανιστικής θεότητας