ballonné

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ballonné < ballonner

Επίθετο

[επεξεργασία]

ballonné (fr)

  1. φουσκωμένος, πρησμένος
    ventre ballonné - φουσκωμένη κοιλιά