φουσκωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουσκωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου φουσκώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]φουσκωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν φουσκώσει
- (για ποτάμια) που το επίπεδό του έχει ανεβεί πολύ λόγω μεγάλων βροχοπτώσεων
- ο Πηνειός είναι φουσκωμένος
- (για λογαριασμό, φόρο, κλπ) υψηλός
- ο λογαριασμός τηλεφώνου είναι πολύ φουσκωμένος αυτό το μήνα
- (για μια υπόθεση, εργασία, κλπ) πολυπληθής, με πολλά στοιχεία
- φουσκωμένος χαρτοφύλακας