baran
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
baran (pl) αρσενικό
- (ζωολογία) το αρσενικό πρόβατο, το κριάρι
- (μεταφορικά‑μειωτικό) ο βλάκας