barcaiolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- barcaiolo < barca + -aiolo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barcaiolo (it) αρσενικό (πληθυντικός: barcaioli)
barcaiolo (it) αρσενικό (πληθυντικός: barcaioli)