basil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- basil < παλαιά γαλλική basile
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
basil (en)
- ο βασιλικός (το φυτό)