beckon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

beckon (en)

  1. γνέφω ενθαρρυντικά-καταφατικά-ενισχυτικά-υποστηρικτικά-εγκωμιαστικά-φιλικά
    • με οποιοδήποτε μέλος του σώματος, ή τρόπο
  2. (προσ)καλώ κάνοντας νόημα, χειρονομία, κίνηση κεφαλής, ματιών κτλ.
  3. (μεταφορικά) δελεάζω