bederven
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bederven (nl) (αόριστος : bedierf, παθ. μτχ. : bedorven)
- καλομαθαίνω κάποιον