bescheiden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]sich bescheiden (de) mit
etwas abschlägig bescheiden (de)
- απορρίπτω κάτι
Επίθετο
[επεξεργασία]bescheiden (de)