besichtigen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]besichtigen (de)
- επισκέπτομαι (ένα μέρος)
- ich möchte das Parlament besichtigen - θα ήθελα να επισκεφτώ τη Βουλή