Besichtigung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Besichtigung | die | Besichtigungen |
γενική | der | Besichtigung | der | Besichtigungen |
δοτική | der | Besichtigung | den | Besichtigungen |
αιτιατική | die | Besichtigung | die | Besichtigungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Besichtigung (de) θηλυκό
- η επίσκεψη