beti
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
beti (eu)
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
beti (io)
- πληθυντικός του beto