bicho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bicho | bichos |
bicho (pt) αρσενικό
- το ζώο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bicho | bichos |
bicho (pt) αρσενικό