bipartisan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bipartisan < bi- + partisan

Επίθετο[επεξεργασία]

bipartisan (en)

  • δικομματικός
    Control of the radio and television media must be passed to a bipartisan body.
    Ο έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης πρέπει να περάσει σε διακομματικό φορέα.

Πηγές[επεξεργασία]