Μετάβαση στο περιεχόμενο

bleuet

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bleuet bleuets

bleuet (fr) αρσενικό

Ταυτόσημα

[επεξεργασία]