bleuet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bleuet | bleuets |
bleuet (fr) αρσενικό
- η αζουριά, το σιτολούλουδο
ενικός | πληθυντικός |
bleuet | bleuets |
bleuet (fr) αρσενικό