blindly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

blindly (en)

  1. χωρίς να βλέπω
  2. (μεταφορικά) στα κουτουρού