blindly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | blindly |
συγκριτικός | more blindly |
υπερθετικός | most blindly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]blindly (en)
- τυφλά, χωρίς να βλέπω
- ⮡ He’s searching blindly, without light.
- Ψάχνει στα τυφλά, χωρίς φως.
- ⮡ He’s searching blindly, without light.
- (μεταφορικά) τυφλά, στα κουτουρού
- ⮡ He’s blindly going ahead with the work no matter what.
- Προχωρεί τη δουλειά στα τυφλά κι ό,τι βγει.
- ⮡ He’s blindly going ahead with the work no matter what.