Μετάβαση στο περιεχόμενο

blindly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός blindly
συγκριτικός more blindly
υπερθετικός most blindly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blindly < blind + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

blindly (en)

  1. τυφλά, χωρίς να βλέπω
      He’s searching blindly, without light.
    Ψάχνει στα τυφλά, χωρίς φως.
  2. (μεταφορικά) τυφλά, στα κουτουρού
      He’s blindly going ahead with the work no matter what.
    Προχωρεί τη δουλειά στα τυφλά κι ό,τι βγει.