bornite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bornite | bornites |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bornite (fr) θηλυκό
- (χημεία) βορνίτης
ενικός | πληθυντικός |
bornite | bornites |
bornite (fr) θηλυκό