bouchère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bouchère | bouchères |
bouchère (fr)
- θηλυκό του boucher, η κρεοπώλισσα
Επίθετο[επεξεργασία]
bouchère (fr)
ενικός | πληθυντικός |
bouchère | bouchères |
bouchère (fr)
bouchère (fr)