Μετάβαση στο περιεχόμενο

bounty

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bounty bounties

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bounty (en)

  • χρηματικό ποσό μιας επικήρυξης, αμοιβή που προκηρύσσεται για όποιον επιτύχει μια συγκεκριμένη πράξη, πχ τη σύλληψη ενός επικηρυγμένου
    ⮡  They put a bounty on his head for one hundred million drachmas.
    Τον επικήρυξαν για εκατό εκατομμύρια δραχμές.
    ⮡  a terrorist/fugitive with a bounty on their head - επικηρυγμένος τρομοκράτης/δραπέτης