bounty
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bounty | bounties |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bounty (en)
- χρηματικό ποσό μιας επικήρυξης, αμοιβή που προκηρύσσεται για όποιον επιτύχει μια συγκεκριμένη πράξη, πχ τη σύλληψη ενός επικηρυγμένου
- ⮡ They put a bounty on his head for one hundred million drachmas.
- Τον επικήρυξαν για εκατό εκατομμύρια δραχμές.
- ⮡ a terrorist/fugitive with a bounty on their head - επικηρυγμένος τρομοκράτης/δραπέτης
- ⮡ They put a bounty on his head for one hundred million drachmas.