bracelet
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bracelet | bracelets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bracelet (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bracelet (fr) αρσενικό