Μετάβαση στο περιεχόμενο

bracelet

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bracelet bracelets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bracelet (en)

  • το βραχιόλι, το μπρασελέ
      She had her hands covered in gold bracelets and rings.
    Είχε σκεπασμένα τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bracelet (fr) αρσενικό