Μετάβαση στο περιεχόμενο

brama

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
brama
brama

brama (pl) θηλυκό

  • στοιχείο αμυντικής ή άλλης περίφραξης που χρησιμεύει και για είσοδο - έξοδο, η πύλη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]