brama

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brama
brama

brama (pl) θηλυκό

  • στοιχείο αμυντικής ή άλλης περίφραξης που χρησιμεύει και για είσοδο - έξοδο, η πύλη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]