brama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/65/Begraafplaats_De_Loo_Coevorden.jpg/220px-Begraafplaats_De_Loo_Coevorden.jpg)
brama (pl) θηλυκό
- στοιχείο αμυντικής ή άλλης περίφραξης που χρησιμεύει και για είσοδο - έξοδο, η πύλη
brama (pl) θηλυκό