brancardier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brancardier | brancardiers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brancardier (fr) αρσενικό
- αυτός που μεταφέρει ένα φορείο, o τραυματιοφορέας