brandir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

brandir (fr)

  1. ανασηκώνω επιδεικτικά
  2. κάνω κινήσεις με όπλο σαν να ετοιμάζομαι να χτυπήσω