Μετάβαση στο περιεχόμενο

breadcrumbs

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
breadcrumbs < bread + crumb

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

breadcrumbs (en) (πληθυντικός)

  • η τριμμένη φρυγανιά, πολύ μικρά κομμάτια ψωμί που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη μαγειρική
    παράδειγμα  We roll every chicken breast, on both sides, first in flour, then in egg, and finally in breadcrumbs.
    Περνάμε κάθε στήθος κοτόπουλου, και από τις δύο πλευρές, πρώτα στο αλεύρι, μετά στα αυγά και, τέλος, στη φρυγανιά.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • breadcrumbs στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια