Μετάβαση στο περιεχόμενο

crumb

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
crumb crumbs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crumb (en)

  1. το ψίχουλο
      Pick the crumbs up off the table.
    Μάζεψε τα ψίχουλα από το τραπέζι.
      Be careful, don’t drop crumbs on the floor.
    Πρόσεχε· μη ρίχνεις ψίχουλα κάτω.
  2. τα ψίχουλα, τα ψιχία, το λιγουλάκι από κάτι
      I’m asking you for a few crumbs of love.
    Λίγα ψίχουλα αγάπης σού γυρεύω.
      He is rewarded with crumbs.
    Αμείβεται με ψιχία.