λιγουλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιγουλάκι < λίγ(ο) + -ουλάκι

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λιγουλάκι

  • λίγο από κάτι (μη μετρήσιμο, μη ζυγίσιμο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιγουλάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]