tad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tad (en)
- λιγουλάκι
- (παρωχημένο) αγοράκι, μικρό αγόρι
Ουαλικά (cy)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tad (cy)
tad (en)
tad (cy)