sort of
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]sort of (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) κατά κάποιον τρόπο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- sort (idioms): sort of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 415. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάποιος