brebis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
brebis | brebis |
brebis (fr) θηλυκό άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) η προβατίνα
- Folle est la brebis qui au loup se confesse.