bruniĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα bruniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας bruniĝas bruniĝanta bruniĝata
αόριστος bruniĝis bruniĝinta bruniĝita
μέλλοντας bruniĝos bruniĝonta bruniĝota
υποθετική bruniĝus - -
προστακτική bruniĝu - -

bruniĝi (eo)