bugger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]bugger (en)
- (χυδαίο) πω ρε πούστη μου!, γαμώτο!, να πάρει ο διάολος!, σκατά!
Ρήμα
[επεξεργασία]bugger (en)
- (χυδαίο) σοδομίζω, γαμώ τον κώλο κάποιου, -ας, πρωκτογαμώ, κωλογαμάω, κωλοψωλιάζω, πρωκτοψωλιάζω, επιδίδομαι σε πρωκτικό σεξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bugger (en)
- (χυδαίο) κωλόπουστας, παλιοπούστης, καριόλης, ψωλάντερο, γαμημένος, παλιομαλάκας