céphalalgie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
céphalalgie céphalalgies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

céphalalgie (fr) θηλυκό