Μετάβαση στο περιεχόμενο

cancel

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας cancel
γ΄ ενικό ενεστώτα cancels
αόριστος cancelled, canceled (ΗΠΑ)
παθητική μετοχή cancelled, canceled (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή cancelling, canceling (ΗΠΑ)

cancel (en)

  1. (μεταβατικό) ακυρώνω, ματαιώνω, αποφασίζω ότι κάτι που έχει προγραμματιστεί δεν θα γίνει τώρα
      The foreign minister canceled the visit to the neighboring country.
    Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.
      They kicked us out of the airport because the flight was cancelled.
    Μας έδιωξαν από το αεροδρόμιο, γιατί ματαιώθηκε η πτήση.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακυρώνω, διαγράφω, λέω ότι δεν θέλω πλέον να συνεχίσω με μια συμφωνία, ειδικά αυτή που έχει κανονιστεί νομικά
      We will cancel the order if you don’t fulfill it in ten days.
    Θα ακυρώσουμε την παραγγελία, αν δεν την εκτελέσετε σε δέκα μέρες.
      They canceled his debt.
    Διέγραψαν τα χρέη του.