cancel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | cancel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cancels |
αόριστος | cancelled, canceled (ΗΠΑ) |
παθητική μετοχή | cancelled, canceled (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | cancelling, canceling (ΗΠΑ) |
Ρήμα
[επεξεργασία]cancel (en)
- (μεταβατικό) ακυρώνω, ματαιώνω, αποφασίζω ότι κάτι που έχει προγραμματιστεί δεν θα γίνει τώρα
- ⮡ The foreign minister canceled the visit to the neighboring country.
- Ακύρωσε την επίσκεψη στη γειτονική χώρα ο υπουργός εξωτερικών.
- ⮡ They kicked us out of the airport because the flight was cancelled.
- Μας έδιωξαν από το αεροδρόμιο, γιατί ματαιώθηκε η πτήση.
- ⮡ The foreign minister canceled the visit to the neighboring country.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακυρώνω, διαγράφω, λέω ότι δεν θέλω πλέον να συνεχίσω με μια συμφωνία, ειδικά αυτή που έχει κανονιστεί νομικά
- ⮡ We will cancel the order if you don’t fulfill it in ten days.
- Θα ακυρώσουμε την παραγγελία, αν δεν την εκτελέσετε σε δέκα μέρες.
- ⮡ They canceled his debt.
- Διέγραψαν τα χρέη του.
- ⮡ We will cancel the order if you don’t fulfill it in ten days.