candidate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
candidate | candidates |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]candidate (en)
- ο υποψήφιος, η υποψήφια
- ↪ There are 3,000 candidates for ten positions.
- Υπάρχουν 3.000 υποψήφιοι για δέκα θέσεις.
- ↪ There are 3,000 candidates for ten positions.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](βάσεις δεδομένων) candidate key
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]candidate (fr)