υποψήφιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποψήφιος < μεσαιωνική ελληνική ὑπό + ψῆφος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.poˈpsi.fi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.poˈpsi.fi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.poˈpsi.fi.o/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
υποψήφιος, -α, -ο
- που επιδιώκει ένα αξίωμα ή τίτλο, κατόπιν ψηφοφορίας
- υποψήφιος βουλευτής
- (κατ' επέκταση) που αποσκοπεί ή πρόκειται να γίνει ή να κάνει κάτι
- υποψήφιος ενοικιαστής
- (ειδικότερα) που συμμετέχει σε κάποιο διαγωνισμό αποσκοπώντας να καταλάβει κάποια θέση
- οι υποψήφιοι φιλόλογοι
[επεξεργασία]
- υποψηφιότητα
- → και δείτε στη λέξη: ψήφος