συνυποψηφιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνυποψηφιότητα < συνυποψήφιος + -ότητα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.ni.po.psi.fiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νυ‐πο‐ψη‐φι‐ό‐τη‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐υ‐πο‐ψη‐φι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνυποψηφιότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος συνυποψήφιος για κάποια θέση, αξίωμα κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνυποψήφιος
- → δείτε τις λέξεις υποψήφιος, υπό και ψήφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνυποψηφιότητα
Πηγές
[επεξεργασία]- συνυποψηφιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συνυποψηφιότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)