Μετάβαση στο περιεχόμενο

capitalisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
capitalisation capitalisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

capitalisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη capital