capteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capteur < capter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
capteur capteurs

capteur (fr) αρσενικό