caramujo
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]caramujo (pt) αρσενικό
- (ζώο) κάθε μικρό θαλάσσιο γαστερόποδο που φέρει κέλυφος, θαλάσσιο σαλιγκάρι
- (γαστρονομία) αρτοσκευάσματα σε σχήμα κοχλία - σαλιγκαριού