κέλυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέλυφος | τα | κελύφη |
γενική | του | κελύφους | των | κελυφών |
αιτιατική | το | κέλυφος | τα | κελύφη |
κλητική | κέλυφος | κελύφη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κέλυφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέλυφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κέλυφος ουδέτερο
- το σκληρό περίβλημα
- (πληροφορική) το λογισμικό που επιτρέπει την διεπαφή χρήστη-υπολογιστή, το οποίο είναι γραφικό (GUI) ή γραμμής εντολής (CLI)
- Συνήθως αναφέρεται σε κέλυφος λειτουργικού συστήματος, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε οποιοδήποτε λογισμικό λαμβάνει εντολές από τον χρήστη
- Ετυμολογικά μοιάζει με το κέλυφος ζωντανού οργανισμού στο ότι καλύπτει ένα πρόγραμμα όπως τον πυρήνα του λειτουργικού συστήματος από τον χρήστη
- (οικοδομική) η εξωτερική επιφάνεια ενός κτηρίου ή άλλου τεχνικού έργου
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Οικοδομική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)