carburant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
carburant carburants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carburant (fr) αρσενικό