cardiac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
cardiac (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- cardiac surgery: καρδιοχειρουργική
- cardiac surgeon: καρδιοχειρουργός
- cardiac arrest
- cardiac plexus
- cardiac tamponade