carillonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carillonnement | carillonnements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carillonnement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
carillonnement | carillonnements |
carillonnement (fr) αρσενικό