causar
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά
(pt)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
causar
(pt)
< από το
causa
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
causar
(pt)
γίνομαι
η αιτία, έχω ως αποτέλεσμα,
προκαλώ
(στη Βραζιλία,
αργκώ
): προκαλώ με κάτι εντυπωσιακό τον περίγυρο, τραβώ την προσοχή
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ρήματα (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Català
English
Esperanto
Español
Suomi
Français
Galego
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
日本語
한국어
Limburgs
Malagasy
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Svenska
中文